μικροπολιτικός

μικροπολιτικός
ο, η
ο επαγγελματίας πολιτικός που ασχολείται με μικροζητήματα των ψηφοφόρων του, που κάνει ρουσφέτια: Ένας μικροπολιτικός δεν παράγει σημαντικό έργο για το καλό του τόπου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικροπολιτικός — ή, ό (Α μικροπολιτικός, ή, όν) [μικροπολίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτική α) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • μικροπολιτικόν — μικροπολιτικός belonging to a petty state masc acc sg μικροπολιτικός belonging to a petty state neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροπολιτική — η βλ. μικροπολιτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”